Publications & Newsletter archive
ΑΤΟΜΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Ή ΓΕΝΙΚΗ ΑΤΟΜΙΚΗ ΠΡΑΞΗ Ή ΑΤΟΜΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ14/11/2016 ΤΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΗ Associate Attorney S. SAMPSON & ASSOCIATES LLC - Attorneys at Law ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΝΝΟΙΑΣ 2 3. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ 4 4. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 11 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όπως είναι γνωστό, η δράση της δημόσιας διοίκησης εκδηλώνεται κατά κανόνα με την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες στη νομική επιστήμη διακρίνονται ανάλογα με το χαρακτήρα, τη φύση, τις επιπτώσεις τους και άλλους παράγοντες σε διάφορες κατηγορίες. Αναντίλεκτα, η σημαντικότερη διάκριση μεταξύ των διοικητικών πράξεων είναι σε κανονιστικές και ατομικές (Γέροντας Α. κ.α., 2015). Στην Κύπρο, η διάκριση αυτή διαχέει τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, σύμφωνα με τον οποίο «ατομική διοικητική πράξη» είναι η διοικητική πράξη με την οποία ένα διοικητικό όργανο καθορίζει μονομερώς τι πρέπει να ισχύσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ «κανονιστική πράξη» σημαίνει πράξη η οποία θέτει κανόνες νομοθετικού περιεχομένου, γενικούς και απρόσωπους, που μπορούν να εφαρμοστούν σε περιπτώσεις αόριστες, υπάρχουσες ή μελλοντικές. Η σημασία της διάκρισης μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών είναι πολλαπλή (Γέροντας Α. κ.α., 2015). Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι οι κανονιστικές πράξεις εκδίδονται στο πλαίσιο νομοθετικής εξουσιοδότησης και έχουν άμεση ισχύ ενώ οι ατομικές πράξεις έχουν, κατά κανόνα, ως νόμιμο έρεισμά τους μία κανονιστική πράξη, την οποία εξειδικεύουν. Περαιτέρω, στην Κύπρο οι κανονιστικές πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν απευθείας με προσφυγή όπως οι ατομικές πράξεις. Ωστόσο, η νομιμότητα των κανονιστικών πράξεων μπορεί να εξεταστεί παρεμπιπτόντως, όταν το Δικαστήριο εξετάζει προσφυγή που στρέφεται εναντίον ατομικής πράξης η οποία στηρίζεται στην κανονιστική (Χαραλάμπους, 2006). 2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΝΝΟΙΑΣ Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει μια υποκατηγορία ατομικής πράξης, η οποία σύμφωνα με τους Γέροντας Α. κ.α. (2015) αποτελεί υβρίδιο. Ας σημειωθεί ότι η έννοια της ατομικής πράξης γενικής εφαρμογής ή γενικής ατομικής πράξης ή ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου, δεν ορίζεται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο νόμο του κυπριακού νομοθετικού πλαισίου. Ωστόσο, έχει απασχολήσει σε αρκετές περιπτώσεις το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου και συναντάται στη νομολογία του, την οποία πραγματεύεται η επόμενη ενότητα της εργασίας αυτής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους Χρυσανθάκη και Πανταζόπουλο (2006) αλλά και με τον Επ. Σπηλιωτόπουλο (2011), η έννοια της ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου αποτελεί έννοια που διαμορφώθηκε με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ένα σύνολο ατομικών πράξεων, η οποία ορίζει τους αποδέκτες της κατά τρόπο γενικό αλλά προσδιοριστικό και αναλύεται σε τόσες ατομικές πράξεις, όσοι είναι και οι θιγόμενοι από αυτή. Οι ίδιοι συγγραφείς αναφέρουν ως παραδείγματα τέτοιων πράξεων την έγκριση γενικού πολεοδομικού σχεδίου με το οποίο θεσπίζονται όροι και περιορισμοί δόμησης, την επιβολή ή κήρυξη υποχρεωτικού αναδασμού, την επιβολή αναδάσωσης, τη διαταγή με την οποία καλούνται στρατεύσιμοι προς κατάταξη και άλλα. Ωστόσο, οι ίδιοι συγγραφείς εφιστούν την προσοχή στο ότι η έννοια της γενικής ατομικής πράξης πρέπει να διαχωρίζεται από τη σωρευτική διοικητική πράξη, όπου σωρεύονται στο ίδιο κείμενο περισσότερες ατομικές πράξεις, όπως για παράδειγμα αποτελεί το διάταγμα διορισμού περισσοτέρων από ένα υπαλλήλων. Παράλληλα, οι Γέροντας Α. κ.α. (2015) επισημαίνουν ότι η γενική ατομική πράξη εκδίδεται εν όψει μιας συγκεκριμένης περίπτωσης στην οποία είναι αδιάφορο αν σε αυτή υπάγονται περισσότερα του ενός άτομα. Παράλληλα, το νομικό της περιεχόμενο εξαντλείται με την εφαρμογή της επί της συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι δηλαδή εξατομικευμένο. Χαρακτηριστικά, οι εν λόγω συγγραφείς αναφέρουν ότι η γενική ατομική πράξη δεν έχει απρόσωπο χαρακτήρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Δαγτόγλου (2014), ο οποίος αναφέρεται σε πολλαπλά ατομικές διοικητικές πράξεις, περιγράφοντας αυτές περαιτέρω ως τις πράξεις που ορίζουν τους αποδέκτες τους κατά γενικά κριτήρια ή και στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να διαπιστωθεί ακριβώς ο αριθμός των αποδεκτών της πράξεως. Τέτοια παραδείγματα, όπως επισημαίνει ο ίδιος συγγραφέας αποτελούν η πρόσκληση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας προς τους στρατεύσιμους για κατάταξη αλλά και η διαταγή της αστυνομίας προς παράνομους διαδηλωτές να διαλυθούν. Ωστόσο, ο Δαγτόγλου διαφωνεί με την αντιμετώπιση του Συμβουλίου της Επικρατείας να θεωρεί τα ρυμοτομικά σχέδια πόλεων ως γενικές διοικητικές πράξεις, καθότι όπως υποστηρίζει η θέσπιση όρων και περιορισμών δομήσεως αποτελεί περιορισμό δικαιωμάτων και επιβολή υποχρεώσεων, τοπικά μεν περιορισμένη, αλλά ανεξάρτητη από συγκεκριμένες περιπτώσεις ή άτομα και ως εκ τούτου θεωρεί ορθότερο τα εν λόγω σχέδια να θεωρούνται κανονιστικές πράξεις. Το δυσδιάκριτο ενίοτε όριο μεταξύ κανονιστικής και γενικής ατομικής πράξης φαίνεται και μέσα από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας. Απτά παραδείγματα του προβληματισμού αυτού αποτελούν η περίπτωση κήρυξης προστασίας αρχαιολογικού χώρου ως ζώνης όπου απαγορεύεται παντελώς η δόμηση αλλά και η περίπτωση του καθορισμού των ορίων της περιοχής υποδοχής των ολυμπιακών εγκαταστάσεων σε ιδιαίτερο πολεοδομικό καθεστώς. Στις περιπτώσεις αυτές διαμορφώθηκε ισχυρή μειοψηφία υπέρ της άποψης ότι αυτές αποτελούν γενικές ατομικές πράξεις και όχι κανονιστικές (Γέροντας Α. κ.α., 2015). Νεότερη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, όπως αναφέρουν οι ίδιοι συγγραφείς, εξειδικεύει το κριτήριο, εξορθολογίζοντας τη διάκριση και διευκρινίζοντας ότι στην περίπτωση καθορισμού ζωνών προστασίας σε μια περιοχή, η ρύθμιση έχει κανονιστικό χαρακτήρα, εφόσον δεν εξαντλείται στη χάραξη γραμμών προς εξειδίκευση άλλης ήδη υφιστάμενης ρύθμισης, πλήρως καταστρωμένης στο νόμο. Επίσης, κανονιστικός χαρακτήρας αποδίδεται και στις αποφάσεις που αφορούν το χαρακτηρισμό και οριοθέτηση μιας περιοχής ως συγκεκριμένου είδους εφόσον έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό για πρώτη φορά των συγκεκριμένων χρήσεων γης που επιτρέπονται στην περιοχή αυτή, καθώς και τη θέσπιση περιορισμών. 3. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ Διερευνώντας την έννοια που εξετάζεται στο πεδίο της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου φαίνεται ότι αυτή απασχόλησε και αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από αυτό σε ορισμένο αριθμό υποθέσεων. Ειδικότερα, στην υπόθεση Στέλλα Θεοδουλίδου κ.α. v. Δημοκρατίας κ.α. (1989) 3 ΑΑΔ 2605 το Δικαστήριο εξέτασε αίτηση ακύρωσης της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να μην επιτρέψει την εγγραφή και φοίτηση στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου Σολέας, κατά τη σχολική περίοδο 1989-1990, μαθητών των οποίων η μόνιμη κατοικία ήταν στην Κυπερούντα. Μεταξύ άλλων, εξετάστηκε η φύση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ως πράξης κανονιστικού ή διοικητικού περιεχομένου. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρει ότι το κριτήριο της διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών πράξεων δεν είναι τυπικό αλλά ουσιαστικό, παρόλο που η διάκριση μεταξύ των δύο δεν είναι πάντοτε εύκολη στην πράξη. Παραθέτοντας σχετικά αποσπάσματα από την τότε βιβλιογραφία, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εν λόγω πράξη αποτελούσε γενική ατομική πράξη, σημειώνοντας παράλληλα ότι όπου ενσωματώνονται πολλές πράξεις σε μία, το διακριτικό γνώρισμα που διαφοροποιεί την κανονιστική από τη διοικητική πράξη (ατομική) είναι η εννοιολογική και αφηρημένη γενικότητα και όχι η τυχαία γενικότητα ή ποσοτική διαφορά. Σημαντική είναι επίσης η αναφορά του Δικαστηρίου ότι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα που επικαλέστηκε για να στηρίξει την απόφασή του συμπίπτουν με τις αρχές που επικράτησαν στην Κύπρο, γεγονός που καταδεικνύει την επιρροή των αρχών του ελλαδικού νομικού χώρου στον κυπριακό όσον αφορά το διάκριση των διοικητικών αυτών πράξεων. Συνεπώς, ο Δικαστής καταλήγει ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονιστική πράξη καθώς η θεσμοθέτηση εκπαιδευτικών περιφερειών πραγματώνεται από το νόμο και είναι δημιούργημά του και ως εκ τούτου η εφαρμογή του θεσμού, δηλαδή η προσαρμογή του στην πραγματικότητα, θα γίνει με ατομική ρύθμιση του αρμοδίου οργάνου. Την άποψη αυτή ο Δικαστής ενισχύει με την επίκληση της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας 484/35 σύμφωνα με την οποία δεν αποτελεί κανονιστική πράξη, διάταγμα που καθορίζει τις περιοχές εφαρμογής νομοθεσίας περί αρτοποιείων ως και οι άλλες σχετικές αποφάσεις. Η πιο πάνω απόφαση αποτέλεσε δικαστικό προηγούμενο στην υπόθεση Ιωαννίδης κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1), (1997) 4 ΑΑΔ 1354. Επιπροσθέτως των πιο πάνω, στην υπόθεση Crown Insurance Agencies Ltd v. Δημοκρατίας κ.α. (1990) το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε αίτημα ακύρωσης της πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 741, με την οποία το τελευταίο εξέδωσε Γνωστοποίηση με βάση τον Κανονισμό 6(6) των περί Ρυθμίσεων Οδών και Οικοδομών Κανονισμών. Με τη Γνωστοποίηση αυτή καθορίζονταν περιοχές, ανώτατος αριθμός ορόφων, το ανώτατο ύψος και οι ανώτατοι συντελεστές δομήσεως οποιασδήποτε νέας οικοδομής σε συγκεκριμένη περιοχή. Η αιτήτρια, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια οικοδομής που επηρεαζόταν, αλλά δεν ενέπιπτε στο υπό αναφορά ρυμοτομικό σχέδιο προσέβαλε την πιο πάνω πράξη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου. Στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η προαναφερθείσα διοικητική πράξη, δηλαδή η Γνωστοποίηση, αποτελεί σύνολο ατομικών διοικητικών πράξεων και όχι κανονιστική διάταξη ή νομοθεσία με εξουσιοδότηση και υπάγεται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Σχετικές είναι επίσης οι αποφάσεις που εκδόθηκαν στις υποθέσεις Θωμάς Μάρκου Λαζάρου κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας Μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (2008) και A. Chacholis Developers Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2011) στις οποίες το Δικαστήριο, κατά παρόμοιο τρόπο, αποφάνθηκε ότι τα κατά τόπους τοπικά σχέδια αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου, χωριστά προσβλητές από κάθε ενδιαφερόμενο εντός της προβλεπόμενης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος προθεσμίας. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο, στην υπόθεση Cyprus General Bonded & Transit Stores v. Δημοκρατίας (1993), αποφάσισε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών να αυξήσει τα ετήσια τέλη λειτουργίας των γενικών αποθηκών αποταμίευσης καθώς και σχετική απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων. Οι λόγοι που το Δικαστήριο κατέληξε στην προρρηθείσα απόφασή του αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση αποτελούσε περίπτωση ατομικής διοικητικής πράξης γενικού περιεχομένου. Τέτοιες πράξεις, όπως εξηγεί το Δικαστήριο, αποτελούν σύνολο ατομικών πράξεων, κάθε μια από τις οποίες αφορά συγκεκριμένη περίπτωση και θεσπίζει ατομικό κανόνα δικαίου, έννοια που διαμορφώθηκε, όπως επισημαίνει, μέσω της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραθέτοντας ταυτόχρονα σχετικά αποσπάσματα από τα συγγράμματα των Δαγτόγλου και Στασινόπουλου. Ακολούθως, στην υπόθεση Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (1997) 4 Α.Α.Δ. 515, νομολογήθηκε ότι η απόφαση του Συμβουλίου να καθορίσει τέλη αποτελεί γενική ατομική πράξη που χωρίς να κατονομάζει οποιουσδήποτε, καθορίζει την πραγματική βάση που υλοποιείται με τη μηχανική εφαρμογή των τεθέντων κριτηρίων. Στην πολύκροτη υπόθεση Μυρτώ Χριστοδούλου κ.α. v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α. Υποθ. Αρ. 551/13 κ.α., ημερ. 7.6.2013, που αφορούσε δύο από τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από την εκτελεστική εξουσία, η πρώτη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας Κύπρου δια του μέτρου της διάσωσης με ίδια μέσα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, το γνωστό bail in, και η δεύτερη με σκοπό την απαίτηση πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου, το Δικαστήριο δεν κατέστη εφικτό να ομοφωνήσει. Όπως αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας για την εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο διαφώνησε με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και άλλων, οι οποίοι υποστήριξαν ότι το υπό εξέταση Διάταγμα εμπεριείχε τόσες ατομικές διοικητικές πράξεις όσοι είναι και οι καταθέτες της Λαϊκής, ώστε έκαστος να έχει δικαίωμα να καταχωρήσει προσφυγή. Επεκτεινόμενο το Δικαστήριο επί του θέματος αναφέρει ότι δεν είναι κριτήριο κατά πόσο μία κανονιστική πράξη μπορεί να θεωρηθεί ως ατομική καθ΄ όσον στην εφαρμογή της απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως στην περίπτωση Τοπικού Σχεδίου ή ρυμοτομίας, η οποία σαφώς διαφέρει από την προκειμένη αφού εκεί υποκείμενα του Σχεδίου είναι τα ίδια τα ακίνητα προς τα οποία αυτό απευθύνεται. Το Διάταγμα που εξετάζεται, χαρακτηριζόμενο ως Κανονιστική Διοικητική Πράξη, δεν απευθύνεται, όπως συμπληρώνει το Δικαστήριο, ούτε ως προς το ρητώς αναφερόμενο υποκείμενο του πρόσωπο (τη Λαϊκή) ούτε ως προς το αντικείμενο του (την πώληση εργασιών της Λαϊκής), παρά μόνο στη Λαϊκή. Η αντίληψη ότι αναλύεται σε ατομικές πράξεις ως προς τους καταθέτες θα ήταν πλασματική, όπως διευκρινίζει το Δικαστήριο, παραγνωρίζοντας ότι οι ίδιοι οι καταθέτες ουδόλως καθίστανται υποκείμενα του Διατάγματος και μόνον εμμέσως «επηρεάζονται» - αν επηρεάζονται δυσμενώς - ως εκ του καθεστώτος εξυγίανσης στο οποίο η Λαϊκή τίθεται και το οποίο η Λαϊκή εφαρμόζει. Η Λαϊκή είναι το νομικό πρόσωπο που τίθεται σε εξυγίανση και είναι οι δικές της εργασίες που πωλούνται, συμπληρώνει. Οι εργασίες αυτές δεν είναι εργασίες των καταθετών (ούτε καν των μετόχων της Λαϊκής), η μόνη σχέση των οποίων είναι εκείνη του πιστωτή της τράπεζας, ώστε η ίδια η φύση του συμφέροντος τους να είναι διαφορετική. Το ίδιο σκεπτικό αποτέλεσε τη βάση για την απόφαση των δικαστών και για το Διάταγμα που αφορούσε την Τράπεζα Κύπρου. Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει η απόφαση ενός από τους Δικαστές που διαφώνησε με την πλειοψηφία, στα πλαίσια της οποίας αναλύονται τα κριτήρια επί των οποίων βασίζει την άποψή του πως τα εν λόγω Διατάγματα αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου και συνεπώς εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ειδικότερα, στην απόφαση του προρρηθέντα Δικαστή, αναφέρεται ότι ορισμένες κανονιστικές διοικητικές πράξεις μπορούν να προσβληθούν ευθέως, δίνοντας ως παράδειγμα πράξεις που αν και κανονιστικές, απευθύνονται σε μεγάλο αριθμό ατόμων και οι οποίες θεωρούνται ότι στην ουσία είναι ατομικές, εφόσον δεν πληρούν το κριτήριο της γενικότητας, το οποίο είναι περισσότερο εννοιολογικό παρά αριθμητικό. Ο ίδιος Δικαστής καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη πράξη, αν και εκδόθηκε ως κανονιστική, εντούτοις μπορεί να προσβληθεί ευθέως, εφόσον στην ουσία πρόκειται, λόγω της φύσης και του περιεχομένου της, για σύνολο ατομικών διοικητικών πράξεων, καθότι δεν πληροί το κριτήριο της γενικότητας που απαιτείται για να χαρακτηριστεί ως κανονιστική. Αντίθετα, όπως υποστηρίζει στη συνέχεια, πληροί το κριτήριο της ατομικότητας που απαιτείται στην περίπτωση ατομικών πράξεων, αφού η πράξη δεν θέτει κανόνες δικαίου και ούτε δημιουργεί γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές καταστάσεις αλλά δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις που αφορούν ένα συγκεκριμένο οργανισμό και όλα τα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται σ' αυτόν και στα οποία γίνεται αναφορά στα Διατάγματα. Πέραν των πιο πάνω, ο εν λόγω Δικαστής αναφέρει ότι λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η πράξη έχει εξαντληθεί με την πώληση των εργασιών της Λαϊκής, χωρίς να αφήνει οποιαδήποτε κατάλοιπα για εφαρμογή στο μέλλον, όπως συνήθως συμβαίνει με τις κανονιστικές πράξεις. Συνεπώς καταλήγει στο συμπέρασμα πως στην ουσία πρόκειται για ατομικές διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου, αφού φέρουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων, εκτός αν χαρακτηριστούν ʺπράξεις κυβερνήσεωςʺ ή το αποτέλεσμα ʺπολιτικής απόφασηςʺ. Ας σημειωθεί ότι με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίστηκε και η υπόθεση ΒΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ κ.α. v. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ κ.α. κατά την οποία ενάγοντες ήταν οι μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου, όπου παρατηρήθηκαν οι ίδιες σχολές σκέψης από το αρμόδιο δικαστικό σώμα. Στην πιο πρόσφατη υπόθεση ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ (2015), οι αιτητές, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες φαρμακείου, ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Φαρμακευτικής, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Γνωστοποίηση σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων Κανονισμών, με την οποία καθόρισε, μεταξύ άλλων, το ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων. Σε προδικαστική ένσταση που ηγέρθηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξετάστηκε το κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση προσβαλλόταν διοικητική πράξη που εμπίπτει σε αναθεωρητικό έλεγχο ή κανονιστική πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Στην προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανέτρεξε στη σχετική βιβλιογραφία και συνεπώς στην απόφασή του, επισημαίνει πως κύριο χαρακτηριστικό για τη διάκριση μεταξύ κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων είναι ο κανόνας που θεσπίζουν ως απρόσωπου ή ατομικού αντίστοιχα. Δεν έχει σημασία, όπως προστίθεται, αν ο κανόνας αυτός είναι ειδικός ή γενικός με την έννοια της νομικής ρύθμισης για ορισμένο χρονικό διάστημα ή απεριόριστα. Στην ελλαδική νομολογία, όπως περαιτέρω αναφέρεται, διακρίνεται και η έννοια της ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου, όπου, η διάκριση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Πιο συγκεκριμένα, στην υπό αναφορά απόφαση γίνεται λόγος αναφορικά με το κριτήριο της διάκρισης μεταξύ κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων το οποίο όπως αναφέρεται δεν είναι τυπικό, μιας και οι δυο κατηγορίες πράξεων μπορούν να προέρθουν από οποιοδήποτε όργανο εκτελεστικής εξουσίας που είναι εφοδιασμένο με κανονιστική εξουσία, αλλά ουσιαστικό. Συνεπώς, το Ανώτατο Δικαστήριο καταλήγει ότι η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές (Kanika Hotels Ltd και άλλοι v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) ΑΑΔ 169) ενώ αντίθετα η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας έναν κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (Lanitis Farm Ltd v. Republic (1982) 3 CLR 124). Συνεπώς, συνεκτιμώντας και ορισμένα άλλα στοιχεία, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσον οι επίμαχες διατάξεις εφαρμόζονταν και/ή απευθύνονταν σε όλα τα φαρμακεία όπως αυτά ορίζονταν στην προαναφερθείσα Γνωστοποίηση, είχα τεθεί χρονικά όρια ως προς την ισχύ της και το γεγονός ότι ρυθμιζόταν το ωράριο για το σύνολο κάποιων φαρμακείων που περιλαμβάνονταν σε επισυνημμένο στη Γνωστοποίηση κατάλογο, εξειδικεύουν τον απρόσωπο και αόριστο χαρακτήρα της ρύθμισης που επιδιώχθηκε και ως εκ τούτου η πράξη αποτελεί ατομική διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου. Ας σημειωθεί ότι, επιπροσθέτως των πιο πάνω, στην ίδια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρεται πως το γεγονός ότι νέα φαρμακεία μπορούν να εγγραφούν κατά τη διάρκεια της ισχύος της Γνωστοποίησης, επί της λειτουργίας των οποίων επίσης έχει δεσμευτική άμεση εφαρμογή, δεν της προσδίδει κατ’ ανάγκη νομοθετικό περιεχόμενο, αλλά συνιστά στοιχείο που επιβεβαιώνει το χαρακτήρα της ως ατομικής διοικητικής πράξης γενικού περιεχομένου. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι σημαντικά στοιχεία σε σχέση με τη διάκριση μεταξύ κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων και τα χαρακτηριστικά τους συναντούνται επίσης στις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Kanika Hotels Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (1996) 3 A.Α.Δ. 169 και Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1999) 3 ΑΑΔ 751. 4. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Υπό το φως όλων των πιο πάνω, συμπεραίνεται ότι η γενική ατομική πράξη αποτελεί μια έννοια που εισήχθη αυτούσια στο κυπριακό δίκαιο από τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας και ότι συχνά δεν είναι εύκολη η διάκρισή της ως τέτοιας. Καταληκτικά, από τη μέχρι σήμερα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνοψίζεται ότι το κριτήριο προκειμένου να θεωρηθεί μια διοικητική πράξη ως γενική ατομική πράξη είναι ουσιαστικό και όχι τυπικό. Περαιτέρω, συμπεραίνεται ότι οι κυριότεροι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη αφορούν συνήθως το κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί σύνολο ατομικών πράξεων που εξυπηρετούν την εφαρμογή του κανόνα δικαίου εξατομικεύοντάς τον, ορίζει τους αποδέκτες/θιγόμενους κατά τρόπο γενικό, αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις και δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις και το περιεχόμενό της εξαντλείται με την εφαρμογή της επί της συγκεκριμένης περίπτωσης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γέροντας, Α., Λύτρας, Σ., Παυλόπουλος, Π., Σιούτη, Γ. και Φλογαΐτης, Σ. (2015). Διοικητικό Δίκαιο (Γ Έκδοση 2015). Εκδόσεις Σακκουλα Δαγτόγλου, Π.Δ. (2014). Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (Έβδομη Αναθεωρημένη Έκδοση). Εκδόσεις Σακκουλα Σπηλιωτόπουλος, Επ. (2011). Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (14η Έκδοση). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Χαραλάμπους, Ν. (2006). Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου. Λευκωσία: Τυπογραφεία Σ. Λειβαδιώτη Λτδ. Χρυσανθάκης, Χ. και Πανταζόπουλος, Π. (2006). Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου: Όργανα και περιεχόμενο της διοικητικής δράσης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
0 Comments
Leave a Reply. |